- ελιξήριον
- ελιξίριον τό эликсир;
§ ελιξήριον της ζωής (της νεότητος) — эликсир жизни (молодости)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ ελιξήριον της ζωής (της νεότητος) — эликсир жизни (молодости)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.